θεραπευτήρ

θεραπευτήρ
θερᾰπ-ευτήρ, ῆρος, ,
A attendant, Aristox.Fr. Hist.15, Plu.Lyc.11, Charito4.1;

ὁ περὶ τὸ σῶμα θ. X.Cyr.7.5.65

;

τοῦ ἄντρου Max.Tyr.14.2

(pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεραπευτήρ — θεραπευτήρ, ὁ (Α) [θεραπεύω] θεραπευτής («τοὺς συνήθεις ὑπηρέτας καὶ θεραπευτῆρας», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • θεραπευτῆρας — θεραπευτήρ attendant masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτῆρες — θεραπευτήρ attendant masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτῆρσιν — θεραπευτήρ attendant masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτήρων — θεραπευτήρ attendant masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτήριος — α, ο (Μ θεραπευτήριος, ία, ον) αυτός που συντελεί στη θεραπεία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το θεραπευτήριο ίδρυμα όπου θεραπεύονται ασθενείς, νοσηλευτήριο («θεραπευτήριον ο Ευαγγελισμός») μσν. το ουδ. ως ουσ. τό θεραπευτήριον τρόπος θεραπείας.… …   Dictionary of Greek

  • θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”